κατάτρησις

κατάτρησις
κατάτρησις
aperture
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατρήσεις — κατάτρησις aperture fem nom/voc pl (attic epic) κατάτρησις aperture fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρήσεσι — κατάτρησις aperture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρήσεσιν — κατάτρησις aperture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάτρηση — (AM κατάτρησις) [κατατιτρώ] διάτρηση, τρύπημα, διάνοιξη οπών …   Dictionary of Greek

  • κατατρήσεων — κατατρήσεω̆ν , κατάτρησις aperture fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”